στρέψιμο

στρέψιμο
το / στρέψιμον, ΝΜ
νεοελλ.
(ιδιωμ.) (σχετικά με πράγματα και ιδίως χρήματα) επιστροφή, απόδοση
μσν.
(για πρόσ.) επάνοδος, γυρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”