- στρέψιμο
- το / στρέψιμον, ΝΜνεοελλ.(ιδιωμ.) (σχετικά με πράγματα και ιδίως χρήματα) επιστροφή, απόδοσημσν.(για πρόσ.) επάνοδος, γυρισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.